- επαρκούς ή αποχρώντος λόγου, αρχή
- (principium rationis sufficientis). Αρχή της Λογικής, σύμφωνα με την οποία κάθε φαινόμενο έχει μία αιτία. Όμως, η ίδια αιτία δεν παράγει απαραίτητα και το ίδιο το φαινόμενο, ούτε η αιτία του ίδιου φαινομένου είναι πάντοτε η αυτή. Η α.ε.λ. συνδέεται άμεσα με την ομοιότητα της φύσης για να ερμηνεύσει τα φαινόμενα που περιέρχονται άμεσα στην αντίληψή μας. Λέγεται ότι η ανθρώπινη θέληση είναι μία αιτία. Όμως δεν πράττει πάντοτε με τον ίδιο τρόπο στις ίδιες συνθήκες· για παράδειγμα, σε δεδομένες συνθήκες, κάποιος φέρεται με μικροπρέπεια, ενώ σε διαφορετικό χρόνο με τις ίδιες συνθήκες είναι πιθανό η συμπεριφορά του να αποκωδικοποιηθεί διαφορετικά. Τα φαινόμενα εξαρτώνται από τη σχέση αίτιο-αποτέλεσμα, ενώ τα διανοήματα συνδέονται με την αλληλουχία λόγος (γνωστικός)-ακολουθία. Δεν συμπίπτουν όμως πάντοτε στη διανόηση οι σχέσεις αίτιο-αποτέλεσμα (φυσική πραγματικότητα) και λόγος-ακολουθία (διανοητικό παράγωγο). Έτσι, λέμε «έλιωσε ο πάγος, άρα ανέβηκε η θερμοκρασία», όπου το αποτέλεσμα ενός φυσικού φαινομένου (τήξη του πάγου) είναι ο διανοητικός λόγος, ενώ το αίτιο του φαινομένου (άνοδος της θερμοκρασίας) γίνεται ακολουθία στη διανόηση. Η α.ε.λ. αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, έναν από τους θεμελιώδεις νόμους της νόησης, στους οποίους στηρίζεται όλη η λογική.
Dictionary of Greek. 2013.